Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2009

Η διεύρυνση της αρχής της ίσης προστασίας στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Υπόθεση C-54/07

Σύμφωνα με το ιστορικό της σχολιαζόμενης απόφασης C-54/07 της 10ης Ιουλίου 2008[1], ο διευθυντής της βελγικής εταιρείας Firma Feryn NV (εφεξής FERYN) δήλωσε δημόσια[2], ότι η εταιρεία του δεν προβαίνει σε προσλήψεις αλλοδαπών εργαζομένων λόγω της αρνητικής αντίδρασης που προκαλεί η παρουσία τους στους πελάτες της. Αν και δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός κάποιου συγκεκριμένου υποψηφίου, ο οποίος να υπήρξε θύμα αυτής της διακριτικής μεταχείρισης, το Βελγικό Κέντρο για την Ισότητα των Ευκαιριών και την Καταπολέμηση του Ρατσισμού[3] προσέφυγε στη δικαιοσύνη κατά της FERYN.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Voorzitter van de arbeidsrechtbank te Brussel) απέρριψε την προσφυγή του Κέντρου με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε per se θύμα διακριτικής μεταχείρισης, οπότε στην πραγματικότητα, κατά την άποψη του δικαστηρίου, επρόκειτο για μία ένδειξη μελλοντικής διακριτικής μεταχείρισης και όχι για μία υφιστάμενη διακριτική μεταχείριση. Το δευτεροβάθμιο όμως βελγικό δικαστήριο (Arbeidshof Brussel) ενώπιον του οποίου ασκήθηκε έφεση, απηύθυνε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ, το οποίο περιελάμβανε τρία κύρια ζητήματα[4]: α) εάν στοιχειοθετούν οι εν λόγω δημόσιες δηλώσεις, χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένου βλαπτόμενου, διάκριση υπό την έννοια των οδηγιών 2000/43/ΕΚ και 2000/78/ΕΚ, β) επί καταφατικής απάντησης του ΔΕΚ στο πρώτο ερώτημα, ποιος θα έφερε το βάρος απόδειξης και γ) ποια τα μέτρα τα οποία οφείλει να λάβει σε βάρος του εργοδότη ο εθνικός νομοθέτης σε ανάλογες περιπτώσεις.

Απαντώντας το ΔΕΚ στα ως άνω ερωτήματα, απαγκιστρώθηκε από το γράμμα της οδηγίας 2000/43/ΕΕ, το οποίο φαίνεται prima facie να απαιτεί την ύπαρξη διάκρισης- βλάβης εις βάρος ορισμένου προσώπου και όχι απλά την επαπειλή ή την πιθανολόγηση αυτής[5], και υιοθέτησε μια πιο διασταλτική ερμηνεία, προσανατολισμένη στη ratio legis της οδηγίας, δεχόμενο ότι οι δημόσιες δηλώσεις εργοδότη περί μη πρόσληψης εργαζομένων συγκεκριμένης καταγωγής συνιστούν περίπτωση άμεσης διάκρισης υπό το νόημα του άρθρου 2 παρ. 2 στοιχείο α’ της οδηγίας 2000/43/ΕΕ[6]. Το σκεπτικό του ΔΕΚ στηρίζεται στο αποτρεπτικό αποτέλεσμα που προδήλως αναπτύσσουν ανάλογες δημόσιες δηλώσεις, οι οποίες απευθύνονται σε έναν κύκλο υποψηφίων αποτελούμενο από απροσδιόριστο αριθμό ατόμων φέροντα το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό (εν προκειμένω της αλλοδαπής καταγωγής) , και οι οποίοι υποψήφιοι, αφ’ ης γίνονται δέκτες του μηνύματος του εργοδότη περί ύπαρξης συγκεκριμένης πολιτικής στην εταιρεία του, δεν μπορούν παρά να αποθαρρύνονται από την υποβολή αίτησης πρόσληψης σε αυτήν.

Το ΔΕΚ βρέθηκε ενώπιον του κινδύνου να αποδεχτεί ως νόμιμες ανάλογες γενικές και αφηρημένες προφορικές δηλώσεις των εργοδοτών, επιβραβεύοντας όμως κατ’ αποτέλεσμα τον επιθετικό και από δημόσιο βήμα εκπορευόμενο αποκλεισμό μερίδας μελλοντικών υποψηφίων, οι οποίοι δεν θα επιδιώξουν καν την υποβολή υποψηφιότητας, βάσιμα θεωρώντας αυτήν εκ των προτέρων ως ατελέσφορη. Η παραδοχή αυτή θα προσέκρουε στη ratio της οδηγίας και θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του σκοπού προστασίας αυτής, στη δημιουργία δηλαδή των κατάλληλων προϋποθέσεων για μια αγορά εργασίας που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη, έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται και μέσω των κριτηρίων επιλογής εργαζομένων καθώς και μέσω των όρων εισόδου στην αγορά εργασίας[7]. Η ίδια άλλωστε η απόφαση του ΔΕΚ στη σκέψη 24, με διάθεση ρεαλισμού, επισημαίνει ανάλογο κίνδυνο αναφέροντας ότι «ο σκοπός της δημιουργίας προϋποθέσεων για μια αγορά εργασίας που θα ευνοεί την κοινωνική ένταξη θα επιτυγχανόταν δυσχερώς αν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43 περιοριζόταν μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας υποψήφιος για μια θέση εργασίας, ο οποίος δεν προσλήφθηκε και ο οποίος θεωρεί ότι υπέστη διάκριση, στρέφεται δικαστικώς κατά του εργοδότη».

Η παραδοχής της ύπαρξης άμεσης διάκρισης μέσω ανάλογων δημόσιων δηλώσεων[8] δεν συνεπάγεται την καταδίκη του εργοδότη για δυσμενή μεταχείριση, αλλά επιφέρει τη μετάθεση του βάρους απόδειξης σε αυτόν, ο οποίος και θα πρέπει πλέον να αποδείξει ότι η εταιρεία του δεν ακολουθεί στην πράξη πολιτική ενέχουσα δυσμενή διάκριση. Εν συνεχεία, το ΔΕΚ απεφάνθη ότι εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο να επιβάλει ένα αποτελεσματικό, ανάλογο προς την παράβαση και αποτρεπτικό σύστημα κυρώσεων κατ’ αναλογία προς το άρθρο 15 της οδηγίας 2000/43.

Η σχολιαζόμενη απόφαση επικρίθηκε αφ’ ενός ως ευρισκόμενη εκτός του γράμματος της οδηγίας 2000/43/ΕΕ, και αφ’ ετέρου ως επιβάλλουσα «ποινή φρονηματική» (΄Gesinnungsstrafe’), επιχειρώντας μια νέα και παράλογη σκλήρυνση των κυρώσεων με την τιμωρία ακόμα και των απλών δημόσιων δηλώσεων[9]. Είναι αληθές, ότι το δικαστήριο υιοθετεί μια διασταλτική γραμματική ερμηνεία, χωρίς ωστόσο αυτή να καταντά διορθωτική, καθώς στηρίζεται στον ίδιο το σκοπό της οδηγίας (‘ratio legis’), ήτοι την αποτελεσματική εξασφάλιση της τήρησης της αρχής της ισότητας. Υπό την αντίθετη εκδοχή θα κατέληγε αναπότρεπτα σε ένα κοινωνικά αφόρητο αποτέλεσμα (argumentum ad absurdum)[10] και θα ματαιωνόταν in concreto η πραγμάτωση του σκοπού της οδηγίας.

Η δικαστική επιδίωξη των δικαιωμάτων των βλαπτόμενων είναι δυσχερής στην πράξη, καθώς η πλειοψηφία των υποψηφίων δεν ενημερώνεται καν για τους λόγους απόρριψης της αίτησής τους, ενώ και η πρόσβασή σε αποδεικτικά στοιχεία είναι επί της ουσίας αδύνατη. Η οδηγία 2000/43/ΕΕ, ανταποκρινόμενη στη δυσχέρεια αυτή, υποχρεώνει τα κράτη – μέλη να εισάγουν στη νομοθεσία τους μαχητό τεκμήριο στοιχειοθέτησης διακριτικής μεταχείρισης, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει τα πραγματικά γεγονότα τα οποία θα αποτελούν τη βάση του τεκμηρίου. Στη σχολιαζόμενη απόφαση το ΔΕΚ διευρύνει όσο το δυνατόν περισσότερο τη βάση αυτή, θεωρώντας αρκετή ακόμα και μια δημόσια δήλωση του εργοδότη, ώστε να αναστραφεί το βάρος απόδειξης σε βάρος αυτού[11].

Η διεύρυνση της προστασίας που παρέχει εν προκειμένω το ΔΕΚ κατά των διακρίσεων, δεν περιορίζεται μόνο στην αγορά εργασίας ή στην εθνοτική ή φυλετική καταγωγή του ατόμου, αλλά έχει προοπτικές επέκτασης σε ολόκληρο το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/43/ΕΕ αλλά και της συναφούς οδηγίας 2000/78ΕΕ (π.χ. σε ΑμεΑ). Με μία άλλωστε εξίσου σημαντική απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Coleman Attridge Law, δημοσιευμένη μόλις μία εβδομάδα μετά τη σχολιαζόμενη απόφαση, το ΔΕΚ, προβαίνοντας για άλλη μια φορά σε τελολογική ερμηνεία, διεύρυνε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78/ΕΕ και ενίσχυσε το ‘έμμεσο δικαίωμα αναπηρίας’, δηλαδή δικαίωμα το οποίο προσπορίζεται όχι στα ίδια τα ΑμεΑ αλλά σε άτομα συνδεόμενα με αυτά. Η υπόθεση αφορούσε το δικαίωμα μητέρας να απαιτεί ευέλικτο ωράριο εργασίας προκειμένου να εξυπηρετεί τον γιο της που είναι ΑμεΑ. Το ΔΕΚ έκρινε ότι η προστασία που παρέχει η οδηγία σε ΑμεΑ δεν περιορίζεται στα άτομα αυτά per se, αλλά επεκτείνεται και σε πρόσωπα επιφορτισμένα με τη φροντίδα τους[12].

Η σχολιαζόμενη λοιπόν απόφαση C-54/07 εντάσσεται σε μία σειρά αποφάσεων του ΔΕΚ, όπου η βασιζόμενη στις οδηγίες 2000/43/ΕΕ και 2000/78/ΕΕ προστασία της αρχής της ίσης μεταχείρισης διευρύνει αποφασιστικά το πεδίο εφαρμογής της[13]. Οι ανωτέρω άλλωστε οδηγίες δεν μπορούν να ερμηνεύονται αποκομμένες από την πραγματικότητα αλλά αντίθετα οφείλουν να γίνονται αντιληπτές στο πλαίσιο μίας πολιτικής η οποία θα είναι σε θέση να διασφαλίσει ευνοϊκούς όρους στην αγορά εργασίας, με τρόπο ώστε να ενισχύεται η κοινωνική σύμμειξη και η προώθηση δημοκρατικών κοινωνιών, ανεκτικών στη διαφορετικότητα των μελών τους[14].

Από άποψη εθνικού δικαίου, τίθεται πλέον ζήτημα εναρμονισμού της εθνικής νομοθεσίας με τη νομολογία του ΔΕΚ, δεδομένου ότι τόσο ο Ν. 3304/2005 όσο και ο Αστικός Κώδικας δεν αφήνουν περιθώρια στους φορείς οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τον έλεγχο της τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης (Επιτροπή Ίσης Μεταχείρισης, Συνήγορος του Πολίτη, νομικά πρόσωπα άρθρου 13 παρ. 3 Ν. 3304/2005) να στραφούν ενάντια σε εργοδότη και να επιβάλλουν κυρώσεις εις βάρος του όταν ελλείπει συγκεκριμένος βλαπτόμενος. Αντίστοιχο ένδικο βοήθημα, όπως η συλλογική αγωγή και η οιονεί «ποινική» αποζημίωση του Ν. 2251/1994 ελλείπει. Στο πλαίσιο επομένως της υπάρχουσας νομοθεσίας τίθεται ευθέως ζήτημα ουσιαστικής εφαρμογής της οδηγίας στην ελληνική πραγματικότητα, έτσι όπως έχει αυτή διαμορφωθεί υπό το πρίσμα των νεώτερων νομολογιακών εξελίξεων.



[1] NZA 2008 (16),929

[2] Επί λέξει ο διευθυντής της FERYN δήλωσε στις 28 Απριλίου 2005 στην εφημερίδα De Standaard: «Εκτός από αυτούς τους Μαροκινούς κανένας άλλος δεν απάντησε εδώ και δεκατέσσερις μέρες στην αγγελία μας […]. Εμείς όμως δεν ψάχνουμε για Μαροκινούς. Οι πελάτες μας δεν τους θέλουν. Πρέπει να τοποθετούν ανατρεπόμενες θύρες σε ιδιωτικές οικίες, συχνά βίλες, και οι εν λόγω πελάτες δεν θέλουν να τους βλέπουν να εισέρχονται στον χώρο τους.».

[3] Η λειτουργία του Κέντρου προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2000/43/ΕΕ

[4] Συνολικά τα προδικαστικά ερωτήματα ήταν έξι.

[5] Πρβλ. άρθρο 2 παρ.2 & άρθρο 7 οδηγίας 2000/43/ΕΕ

[6] Αντίθετους ισχυρισμούς προέβαλαν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ιρλανδία, οι οποίες ισχυρίστηκαν ότι, εφόσον δεν μπορεί να εντοπισθεί ενάγων που έχει υποστεί διάκριση, η οδηγία δεν έχει εφαρμογή. Επομένως, φορείς όπως το CGKR δεν μπορούν, υπό τις συνθήκες αυτές, να προσφύγουν δικαστικώς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προβάλλοντας άμεση διάκριση, υπό την έννοια της οδηγίας. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκαν ότι σκοπός της οδηγίας δεν ήταν να παράσχει τη δυνατότητα, σύμφωνα με τα δίκαια των κρατών μελών, στους οργανισμούς δημοσίου συμφέροντος να ασκούν ένδικο βοήθημα το οποίο να έχει τη φύση της actio popularis (βλ. άρθρο 7 οδηγίας 2000/43/ΕΕ το οποίο αναφέρεται σε οργανισμούς δημοσίου συμφέροντος ενεργούντες εξ ονόματος του ενάγοντος/αιτούντος είτε προς υπεράσπισή του). Βλ. όμως και τις από 12/3/2008 αντίθετες προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της υπόθεσης M. POIARES MADURO

[7] βλ. σκέψη 23 απόφασης.

[8] άρθρο 8 οδηγίας 43/2000/ΕΕ

[9] Βλ. Josef Franz Lindner, ‘Die Ausweitung des Diskriminierungsschutzes durch den EuGH, σε NJW 2008, 2750-2752, Roland Wolf, νομικός σύμβουλος της Ομοσπονδιακής Ένωσης των Γερμανικών Εργοδοτικών Συνδικάτων, σε F.A.Ζ. στις 10-07-2008.

[10] Βλ. γεν. για την τελολογική ερμηνεία Π. Παπανικολάου, Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, 2000, σελ. 175 επ.

[11] Με απόφαση τους στις 26 Νοεμβρίου 2008 το Landesarbeitsgericht (LAG) Berlin (35 Ca 7741/07) έκρινε ότι τα στατιστικά στοιχεία, βάσει των οποίων οι 27 διευθυντικές θέσεις σε μία εταιρεία ήταν καλυμμένες από άνδρες, καίτοι τα 2/3 του προσωπικού ήταν γυναίκες, αποδείκνυαν πολιτική διάκρισης εις βάρος των γυναικών δικαιώνοντας την προσφεύγουσα και επιδικάζοντας της μεταξύ άλλων αποζημίωση για ηθική βλάβη 20.000 ευρώ.

[12] Υπόθεση Coleman (C-303/06) της 17ης Ιουλίου 2008, EuZW 2008 (16),497

[13] Πρβλ. και τις αποφάσεις του ΔΕΚ σε ανάλογες υποθέσεις διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος εργαζόμενων, όπως στην υπόθεση Mangold της 22ης November 2005 C-144/04, Nikolai, Europarechtliches Verbot der Diskriminierung wegen Alters: Verstoß durch uneingeschränkte Zulässigkeit der Vereinbarung einer Befristung für Arbeitnehmer ab 52. LebensjahrAnmerkung zu 22.11.2005 C-144/04, DB 2005, 2641 ff, ή στην υπόθεση "Maruko" της 1ης Απριλίου 2008, (C-267/06).

[14] Έτσι και ο Γενικός Εισαγγελέα Polares Maduro στην εισήγησή του για την υπόθεση C-54/07 στις 12.03.2008.