Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Η ευθύνη από πρόστηση στη σχέση ιατρού - κλινικής


Σύμφωνα με το άρθρο 922 του Α.Κ. ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια υπηρεσία ευθύνεται (αντικειμενικά) για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Ως πρόστηση κατά την έννοια του άρθρου 922 Α.Κ. νοείται «η εκτέλεση υπηρεσίας για χάρη του κυρίου της υπόθεσης» ενώ ταυτόχρονα η ανάμιξη του ενδιάμεσου προσώπου θα πρέπει να γίνεται με τη βούληση του κυρίου της υπόθεσης (βλ. αντί πολλών Μιχ. Σταθόπουλο, Γεν. Ενοχ. 3η έκδ., σελ. 138). Στο ειδικό πραγματικό δηλαδή της 922 Α.Κ. υπάρχουν δύο πρόσωπα, ο «προστήσας» ή αλλιώς «κύριος της υπόθεσης» και ο «προστηθείς». Ο πρώτος είναι ο πραγματικός κύριος της υπόθεσης, ο οποίος και συνήθως συνδέεται με ενοχικό δεσμό με τον θύμα της αδικοπραξίας αλλά και αντλεί το κύριο οικονομικό όφελος από τη διεξαγωγή της υπόθεσης αυτής. Ακριβώς δε αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη αυτού, καθώς αυτός αντλεί τα καίρια οφέλη από την διεξαγωγή της υπόθεσης και συνεπώς δικαιοπολιτικά οφείλει να φέρει το βάρος των κινδύνων αυτής. Όπως επισημαίνει εύγλωττα ο Καθ. Μιχ. Σταθόπουλος (Γεν. Εν. 3η εκδ., σελ. 135): «Πολλές φορές την ωφέλεια από μια δραστηριότητα, στα πλαίσια της οποίας προκλήθηκε ζημία δεν έχει κατά κύριο λόγο πράξας αλλά άλλο πρόσωπο…Τότε είναι δίκαιο να φέρει ο ωφελούμενος την ευθύνη απέναντι στον ζημιωθέντα. Σε τελευταία ανάλυση για δικό του λογαριασμό επιχειρήθηκε η πράξη που προκάλεσε τη ζημία, αυτός είναι ο ‘κύριος της υπόθεσης’… (βλ. επίσης Π. Χ. Φίλιο, Ενοχικό Δίκαιο, Γ.Μ. ΙΙ/2, σελ. 1998). Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, ο δικαστής κατά την εφαρμογή του άρθρου 922 Α.Κ. θα πρέπει να διαγνώσει πρώτα και κύρια ποιος είναι ο πραγματικός κύριος της υπόθεσης, ο οποίος αντλεί και τα κύρια οφέλη από αυτή.

Στις περιπτώσεις διεξαγωγής ενός ιατρικού εγχειρήματος από ιατρό εντός των υποδομών μιας ιδιωτικής κλινικής, θα υφίσταται σχέση πρόστησης, όταν ο ο ασθενής απευθύνεται σε συγκεκριμένη κλινική και συμβάλλεται μαζί της αποβλέποντας στο κύρος της αλλά και στην παροχή των προσώπων που αυτή έχει ως προσωπικό είτε με τη μορφή σχέσεως εξαρτημένης εργασίας είτε με τη μορφή παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Εφόσον συντρέχει αυτή η περίπτωση, τότε «κυρία της υπόθεσης» προφανώς και είναι η ιδιωτική κλινική, η οποία άλλωστε συμβάλλεται με τον ασθενή και απολαμβάνει την υπεραξία των υπηρεσιών των προστηθέντων υπ’ αυτής προσώπων.

Αντίθετα, όταν, δηλαδή, ο ασθενής απευθύνεται ο ίδιος στον ιατρό και συνάπτει με τον ίδιο προσωπικά μια σύμβαση παροχής ιατρικών υπηρεσιών, κατά την εκτέλεσης της οποίας ο ιατρός θα υποδείξει σε ποιο διαγνωστικό κέντρο θα γίνει η τάδε ή η δείνα εξέταση ή σε ποια κλινική θα διεξαχθεί η τυχόν αναγκαία επέμβαση, τότε είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές ότι κύριος της υπόθεσης είναι αποκλειστικά και μόνο ο ιατρός, στον οποίο απευθύνθηκε και με τον οποίο συμβλήθηκε. Άλλωστε σε αυτές τις περιπτώσεις ο γιατρός παραμένει από την αρχή έως το τέλος το αποκλειστικό πρόσωπο, το οποίο υποδεικνύει τον τρόπο τέλεσης της θεραπείας και απολαμβάνει τα κύρια οφέλη από την παροχή των ιατρικών αυτών υπηρεσιών και όχι το διαγνωστικό κέντρο ή η κλινική, των οποίων τις υποδομές χρησιμοποιεί (το ίδιο ακριβώς ισχύει και κατά την διεξαγωγή μίας ιατρικής επέμβασης από ένα ιδιώτη ιατρό σ’ ένα δημόσιο νοσοκομείο).

Αντίθετη παραδοχή θα συνιστούσε νομικό absurdum και θα κατέληγε σε ιδιαίτερα ανεπιεική αποτελέσματα, καθώς θα επέβαλε αδικαιολόγητα αντικειμενική ευθύνη για σφάλμα τρίτου προσώπου, επειδή απλά και μόνο κάποιος μίσθωσε τους χώρους του και τις λοιπές υποδομές του στο πρόσωπο αυτό. Η ερμηνεία δε αυτή είναι και η μόνη επιτρεπόμενη όχι μόνο από το γράμμα αλλά και την τελολογία της διάταξης του άρθρου 922 Α.Κ., η ratio της οποίας όπως είδαμε έγκειται στην διαπίστωση ότι ο πραγματικός φορέας των ωφελειών μίας υπόθεσης οφείλει να φέρει και την αντικειμενική ευθύνη των προσώπων που χρησιμοποιεί για την διεξαγωγή της.

Ακολουθώντας ακριβώς την ως άνω διάκριση ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθμό 847/2006 απόφαση (ΝοΒ 2006/σελ.1700) τονίζει ρητά και κατηγορηματικά ότι δεν υφίσταται σχέση πρόστησης μεταξύ ιατρού και οργανωμένης ιδιωτικής κλινικής όταν αυτή απλά διαθέτει σε αυτόν τις εγκαταστάσεις της και το λοιπό προσωπικό της για τη διενέργεια ιατρικών επεμβάσεων και ο ιατρός εισπράττει την αμοιβή του χωρίς την διαμεσολάβηση της κλινικής, η οποία για τις λοιπές της και μόνο υπηρεσίες εισπράττει την αμοιβή της απευθείας από τους πελάτες. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι κύριος της υπόθεσης είναι αποκλειστικά και μόνο ο ιδιώτης ιατρός, ο οποίος συμβάλλεται με τον ασθενή και αντλεί τις ωφέλειες, και όχι η κλινική – είτε ιδιωτική είτε δημόσια – η οποία απλώς και μόνο παρέχει τις εγκαταστάσεις της και λοιπές υπηρεσίες στον ιατρό κατά τη διεξαγωγή του εγχειρήματος.