Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

Προδημοσίευση : ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ME ΒΑΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΝΑΓΩΓΗΣ ΠΡΟΣ ΑΠΟΔΟΣΗ ΑΠΟ ΕΠΙΤΑΓΗ

To κείμενο που ακολουθεί είναι σχέδιο και θα υποβληθεί προς δημοσίευση προσεχώς. Οι οποιεσδήποτε παρατήρησεις ευπρόσδεκτες. Εννοείται ότι οι απόψεις που ακολουθούν εκφράζουν απλά τις απόψεις του γράφοντος και γι'αυτό σε σχετικές αιτήσεις έκδοσης διαταγής πληρωμής θα πρέπει να τηρείται κάθε αναγκαία πρόνοια.

Στο δίκαιο της επιταγής η αναγωγή προς απόδοση είναι η αναγωγή που ασκείται από τον οπισθογράφο, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή, κατά των προγενέστερων αυτού οπισθογράφων και του εκδότη (άρθρο 46 ν. 5960/1933). Ως «πληρωμή» δε της επιταγής νοείται και η εκ χαριστική αιτίας απόκτηση αυτής από τον υπογραφέα της. Η πλέον ταχεία και, αντιστοίχως, λιγότερο δαπανηρή διαδικασία για την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής είναι η έκδοση διαταγή πληρωμής, η οποία και προτιμάται στην πράξη από την έγερση αγωγής κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων.

Ωστόσο, για ένα τόσο συνηθισμένο ζήτημα της δικαστηριακής καθημερινότητας, επικρατεί διχογνωμία στην νομολογία με συνέπεια να μην είναι σαφείς οι προϋποθέσεις έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής με βάση αίτημα αναγωγής προς απόδοση. Το ζήτημα τίθεται ως εξής: ορισμένες αποφάσεις δικαστηρίων[1], έχουν ακυρώσει σχετικές διαταγές πληρωμής επειδή δεν προσκομίστηκε «εξοφλημένος λογαριασμός», ο οποίος θα αποδείκνυε το γεγονός της πληρωμής της επιταγής από τον ασκούντα το δικαίωμα της αναγωγής προς απόδοση. Παραθέτουμε, ενδεικτικά, το σκεπτικό της υπ’ αριθμόν 526/2003 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς : «Το ότι αυτή κατέχει το σώμα της επιταγής το οποίο και προσκομίζει, όπως αναφέρεται, στο δικαστήριο δεν υποδηλώνει αναγκαίως και ότι κατέβαλε το ποσό της επιταγής στον κομιστή της και επομένως δεν μπορεί να αποδειχθεί η καταβολή αυτή από μόνη την κατοχή του σώματος της επιταγής. Με βάση την κατοχή αυτή, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 και 47 Ν 5960/1933 θα μπορούσε να θεωρηθεί η καθής η ανακοπή ως νόμιμη κομίστρια της επιταγής και επομένως δικαιούχος της εξ αυτής απαίτησης, μόνο αν είχε διαγράψει την οπισθογράφηση αυτής και των επόμενων οπισθογράφων, εφόσον βεβαίως είχε καταβάλει το ποσό της επιταγής στον κομιστή (βλ. Ι.Π. Μάρκου, ό.π. 1998, σελ. 154 και 251, ΕφΠειρ 793/1999 ό.π.). Σε κάθε περίπτωση τέτοια διαγραφή των οπισθογράφων δεν έχει σημειωθεί στο σώμα της επίμαχης επιταγής».

Συνοπτικά, κατά την ως άνω νομολογιακή θέση, ο αιτών την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ο οποίος πλήρωσε την επιταγή σε μεταγενέστερο οπισθογράφο, οφείλει είτε να προσκομίσει «εξοφλημένο λογαριασμό» από τον οποίον να προκύπτει η «πληρωμή» είτε να διαγράψει την οπισθογράφησή τού και των μεταγενεστέρων αυτού οπισθογράφων, ώστε να εμφανίζεται αυτός ως νόμιμος τελευταίος κομιστής της επιταγής.

De lege ferenda, η θέση αυτή είναι καταρχήν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τους επιτήδειους οφειλέτες ακάλυπτων επιταγών, οι οποίοι επιτυγχάνουν να κερδίσουν περισσότερο χρόνο και να παρελκύσουν τη διαδικασία αλλά και παράλογη, καθώς ο κάτοχος εξ αναγωγής αμέσως μετά την απόρριψη της αίτησής του θα υποβάλει νέα αίτηση, νόμιμη αυτή τη φορά, επειδή απλώς και μόνο διέγραψε τις οπισθογραφήσεις. Προφανώς μια τέτοια ερμηνεία, η οποία έχει ως μόνο αποτέλεσμα την χρονική παρέλκυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του αιτούντος, σε καμία περίπτωση «δεν συμβιβάζεται προς την λογικήν του δικαίου ουδέ αποδίδει τον λογισμόν σωφρονούντος νομοθέτου»[2]. De lege lata, όπως θα επιχειρήσουμε να καταδείξουμε στη συνέχεια, η άποψη αυτή δεν βρίσκει έρεισμα σε καμία διάταξη νόμου αλλά και προβαίνει και σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου άρθρου 47§1 του Ν.5960/1933 περί επιταγής.

Καταρχήν και ανεξάρτητα από το είδος της διαδικασίας (έγερση αγωγής ή έκδοση διαταγής πληρωμής) είναι χρήσιμο να διευκρινίσουμε τις γενικές προϋποθέσεις για την άσκηση αναγωγής προς απόδοση. Εκτός από εκείνες που απαιτούνται για το δικαίωμα νόμιμου κομιστή, δηλαδή η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής, η μη πληρωμή της και η βεβαίωση του πληρωτή για το γεγονός αυτό, πρέπει πρόσθετα να συντρέχουν τα εξής: 1) Η «πληρωμή» της επιταγής από αυτόν που ασκεί το δικαίωμα προς αναγωγής προς απόδοση. Ως «πληρωμή» δε πρέπει να εννοείται η απόκτηση της επιταγής από τον υπογραφέα όχι μόνο κατόπιν ανταλλάγματος αλλά και εκ χαριστικής αιτίας. 2) Η υπογραφή του «πληρώσαντος» στο σώμα της επιταγής. Καμία δε διάταξη του νόμου περί επιταγής δεν θέτει ως προϋπόθεση για την άσκηση αναγωγής προς απόδοση, την κατοχή «εξοφλημένου λογαριασμού». Το άρθρο 47 παρ. 1 (όπως και η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 50 παρ.1 του 5325/1922) θεμελιώνει απλά δικαίωμα (όχι υποχρέωση) του οπισθογράφου που πλήρωσε να ζητήσει απόδειξη, «εξοφλημένο λογαριασμό» για την καταβολή αυτή, ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει την δυνατότητα απόδειξης της καταβολής και να μην κινδυνεύει να εναχθεί ξανά για την ίδια απαίτηση. Η διάταξη δηλαδή αυτή επιτελεί αντίστοιχη λειτουργία με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 424 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι ο οφειλέτης καταβάλλοντας δικαιούται να απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη. Κατά συνέπεια, το άρθρο 47 παρέχει απλώς τη δυνατότητα στον πληρώσαντα την επιταγή μετά από αναγωγή να ζητήσει εξοφλητική απόδειξη από τον εισπράξαντα, η οποία ωστόσο εξοφλητική απόδειξη δεν απαιτείται ούτε από το άρθρο αυτό ούτε από άλλη διάταξη νόμου για την άσκηση των αναγωγικών δικαιωμάτων του πρώτου κατά των προγενεστέρων αυτού οπισθογράφων ή κατά του εκδότη. Το δικαίωμα προς παροχή εξοφλητικής απόδειξης προστατεύει τον πληρώσαντα, ιδίως στις περιπτώσεις μερικής εξόφλησης, ώστε να μην υποχρεωθεί να πληρώσει ξανά για την ίδια απαίτηση.

Περαιτέρω για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής απαιτείται κατά το άρθρο 626 ΚΠολΔ παρ. 2 να αναφέρονται στην σχετική αίτηση όλα εκείνα τα δικαιογόνα περιστατικά που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου και τρόπου γενέσεως της και δικαιολογούν το συμπέρασμα για την ύπαρξή της. Δεν απαιτείται λεπτομερής αναφορά, όπως στην αγωγή άλλα έστω και συνοπτική, η οποία όμως δεν θα καταλείπει αμφιβολία περί της συγκεκριμένης απαίτησης. Θεμελιώδης δε προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (623 ΚΠολΔ) είναι η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό να αποδεικνύονται με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο.

Βασικός κανόνας κατανομής του βάρους της απόδειξης είναι ότι ο καθένας υποχρεούται να αποδεικνύει τα γεγονότα που αποτελούν τις προϋποθέσεις των κανόνων δικαίου που προκαλούν την έννομη συνέπεια, τη διάγνωση της οποίας ζητεί αυτός με την αίτησή του ή με την ανταίτησή του (άρθρο 338 παρ. Ι ΚΠολΔ). Δηλαδή, με απλά λόγια, το βάρος της απόδειξης ακολουθεί το βάρος της επίκλησης. Ο κανόνας αυτός προσδιορίζει και ποια γεγονότα υπάγονται στην προϋπόθεση έγγραφης απόδειξης για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, καθώς εφαρμόζεται και στην ειδική διαδικασία έκδοσης διαταγής πληρωμής (άρθρο 591 ΚΠολΔ). Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, ο αιτών έχει το βάρος να αποδείξει εγγράφως όλα εκείνα τα δικαιοπαραγωγικά στοιχεία του δικαιώματος αναγωγής και κατά συνέπεια και την «πληρωμή» του ποσού της επιταγής, για την οποία ασκείται η αναγωγή προς απόδοση.

Ωστόσο, ο κανόνας αυτός δεν ισχύει όταν ο ίδιος ο νομοθέτης υπολαμβάνει ένα γεγονός ως καταρχήν ήδη αποδεδειγμένο και συνεπώς μη αμφισβητούμενο, όταν δηλαδή καθιερώνεται εκ του νόμου τεκμήριο για την ύπαρξη ενός γεγονότος (άρθρο 338 παρ. 2 ΚΠολΔ). Όπως παραστατικά σημειώνεται: «νόμιμο τεκμήριο υπάρχει όταν μια διάταξη νόμου θεωρεί πως έχει αποδειχτεί το κρίσιμο γεγονός (που συνιστά προϋπόθεση για του κυρίως εφαρμοστέου κανόνα), αν αποδειχτεί κάποιο άλλο γεγονός»[3]. Για το γεγονός αυτό και η απόδειξη που στρέφεται κατά τεκμηρίου είναι κύρια απόδειξη και όχι ανταπόδειξη[4] και επομένως διατάσσεται σε βάρος του διαδίκου κατά του οποίου στρέφεται το τεκμήριο.

Χαρακτηριστικά στο δίκαιο της επιταγής (και της συναλλαγματικής) αντιστροφή του βάρους της απόδειξης εισάγεται καταρχήν στα πλαίσια της αναγωγής προς πληρωμή, όπου σύμφωνα με το άρθρο 19 του ν. 5960/1933 ακόμα και αν η τελευταία οπισθογράφηση είναι λευκή, η κατοχή της επιταγής σε συνδυασμό με αυτήν θεμελιώνει την τυπική νομιμοποίηση του κομιστή, ο οποίος μόνο με το σώμα της επιταγής δύναται έγκυρα να εκδώσει διαταγή πληρωμής

Εν προκειμένω, το άρθρο 424 εδ. β΄ ΑΚ εισάγει μαχητό τεκμήριο ως προς το γεγονός της πληρωμής, το οποίο ορίζει ότι «από την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους». Χρεωστικό δε είναι το έγγραφο που φέρει έχει εκδοθεί από τον οφειλέτη ή φέρει την υπογραφή αυτού για να εξασφαλίσει στο δανειστή την απόδειξη ύπαρξης του χρέους, αδιάφορα αν τούτο συντάχτηκε μόνο προς απόδειξη του χρέους ή και προς σύσταση αυτού, όπως π.χ. είναι, η συναλλαγματική και η επιταγή[5]. Η λειτουργία του τεκμηρίου αυτού προϋποθέτει την απόδοση του χρεωστικού εγγράφου στον οφειλέτη από το δανειστή και η συνδρομή της ικανότητας για δικαιοπραξία στα πρόσωπα αυτά κατά το χρόνο απόδοσης του χρεωστικού εγγράφου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο οφειλέτης πρέπει και να αποδείξει ότι ο δανειστής του παρέδωσε εκούσια το χρεωστικό έγγραφο, αφού αυτό θα ματαίωνε τη ratio της διάταξης[6]. Εναπόκειται εντεύθεν στον δανειστή ή σε τυχόν τρίτο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε εκούσια παράδοση, διότι το έγγραφο περιήλθε στον οφειλέτη συνεπεία άλλης αίτιας (π.χ. κλοπή ή απώλεια).

Ο κανόνας του άρθρου 424 εδ. β΄ εφαρμόζεται και στο δίκαιο των αξιογράφων, καθόσον, όπως προαναφέραμε, η συναλλαγματική, η επιταγή και το γραμμάτιο είς διαταγήν εμπίπτουν στην έννοια του χρεωστικού εγγράφου[7]. Συνεπώς, η εκούσια παράδοσή της επιταγής από τον μεταγενέστερο οπισθογράφο σε προγενέστερο αυτού συνιστά μαχητό τεκμήριο του γεγονότος της πληρωμής της επιταγής με αποτέλεσμα η εξόφληση να θεωρείται κατά το νόμο γεγονός καταρχήν αποδεδειγμένο[8]. Με βάση λοιπόν το τεκμήριο του άρθρο 424 εδ. β΄ έγκυρα εκδίδεται διαταγή πληρωμής με αίτημα αναγωγής προς απόδοση και όταν δεν προσκομίζεται ο περιβόητος «εξοφλημένος λογαριασμός», καθώς η κατοχή του σώματος της επιταγής συνιστά τεκμήριο εξόφλησης και επιβάλλει στο δικαστή να θεωρήσει το γεγονός αυτό ως καταρχήν αποδεδειγμένο[9]. Εναπόκειται πλέον στον καθ’ου με άσκηση ανακοπής να αμφισβητήσει το γεγονός αυτό και να αποδείξει ότι δεν συντελέστηκε η πληρωμή αλλά ότι η επιταγή περιήλθε στα χέρια του αιτούντος με άλλο τρόπο.

Προκειμένου δε περί ενεχυρικής οπισθογράφησης, όταν δηλαδή ο κομιστής της επιταγής την μεταβιβάσει σε άλλον λόγω ενεχύρου, οπότε δικαίωμα να εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή έχει ο τελευταίος, εάν η επιταγή δεν πληρωθεί και ο ενεχυραστής αποκτήσει εκ νέου τον τίτλο είτε επειδή πλήρωσε την επιταγή είτε επειδή ο ενεχυρούχος του παρέδωσε εκούσια τον τίτλο κατόπιν παροχής υποκατάστατης ασφάλειας, η απαίτηση επίκλησης και προσκομιδής εξοφλημένου λογαριασμού» βαίνει εκ του περισσού και εξ άλλης αίτιας: σύμφωνα με το άρθρο 1243 παρ. 2 του ΑΚ η απόδοση του ενεχυράσματος από τον δανειστή στον ενεχυραστή συνεπάγεται την αυτοδίκαιη και έναντι όλων απόσβεση του ενεχύρου, με αποτέλεσμα η ενεχυρική οπισθογράφηση επί του τίτλου να μην ασκεί πλέον καμία νομική επίδραση. Εφόσον λοιπόν το ενέχυρο έχει αποσβεστεί αυτοδίκαια και η ενεχυρική οπισθογράφηση δεν έχει πλέον νομική επενέργεια, ο κάτοχος του τίτλου νομιμοποιείται να εκδώσει διαταγή πληρωμής και ως νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το άρθρο 19 του ν.5960/1933 (όπως ακριβώς ισχύει και σε περίπτωση πλήρη οπισθογράφησης, όταν ο κομιστής διαγράφει κατά το άρθρο 47 από την επιταγή την υπογραφή αυτού και την υπογραφή των μεταγενέστερων αυτού οπισθογράφων με αποτέλεσμα να εμφανίζεται πλέον ως νόμιμος κομιστής)[10].

Ανακεφαλαιώνοντας, έγκυρα εκδίδεται διαταγή πληρωμής με αίτημα αναγωγής προς απόδοση, ακόμα και όταν ο αιτών δεν προσκομίζει «εξοφλημένο λογαριασμό» προς απόδειξη της πληρωμής της επιταγής εκ μέρους του, καθώς ως προς αυτήν ισχύει το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 424 εδ. β΄ ΑΚ. Προκειμένου δε περί ενεχυρικής οπισθογράφησης, η απόδοση του τίτλου (ενεχυράσματος) συνεπάγεται και την αυτοδίκαιη απόσβεση του ενεχύρου κατά το άρθρο 1243 περ. 2 ΑΚ, με αποτέλεσμα η ενεχυρική οπισθογράφηση να μην ασκεί πλέον νομική επίδραση και ο αιτών να νομιμοποιείται και ως νόμιμος κομιστής κατά το άρθρο 19 του ν. 5960/1933.

                              



[1] ΕφΠειρ 526/2003, ΔΕΕ 2004 σελ. 59,  ΕφΠειρ 793/1999, Δνη 2000, σελ. 494

[2][2] Η φράση αυτή ανήκει στον Μπαλή, (ΓενΑρχ §7 εκδ. 8η , 1961) και αναφέρεται από τον Π. Παπανικολάου στο έργο του Μεθοδολογία του Ιδιωτικού Δικαίου και Ερμηνεία των Δικαιοπραξιών, εκδ. Αντ. Σάκκουλα 2000, σελ. 179

[3] Μπέης Κ., Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, Θεμελιακές Έννοιες, Αθήνα 1984, σελ.233

[4] ΟλΑΠ 21/1998, ΑΠ 958/1975 ΝοΒ 1976.267

[5] Βλ. αντί πολλών Αστικό Κώδικα, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 424, σελ. 494 επ , Αστ. Κ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος ΙΙ, β’ έκδοση, σελ. 258-259, καθώς και ΑΠ 396/61, ΝοΒ 10, σελ 115, ΕφΘ 1632/72, Αρμ. 27, σελ. 452

[6] 1506/2006 ΑΠ , ΤΝΠ Νόμος, Α.Π. 1266/2003 ΕΕμπΔ 2004, σελ. 302 καθώς και, Ι. Καρακατσάνη, στον Α.Κ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, υπό το άρθρο 424, αριθ. 20, Ι. Καράκωστα Α.Κ., Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 745, Απ. Γεωργιάδη Ενοχικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος, σελ. 468, Αστ. Κ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος ΙΙ, β’ έκδοση, σελ. 260, Γ. Μπαλή «Ενοχικόν Δίκαιον», παρ. 126, αριθ. 7,

[7] ΑΠ 710/2007, ΝοΒ 2007/556, ΑΠ 774/2004 ΕλλΔνη, 2005/148

[8] βλ. σχ. ΑΠ 710/2007, ΝοΒ 2007/556, ΑΠ 774/2004 ΕλλΔνη, 2005/148, ΕφΛαρ 151/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΛαρ. 191/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 7803/1982 Αρμ. 1983/1093, ΕφΑθ 7644/1982 ΕΕΔ 1975/449 ΜΠρΘ 2624/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΝικ 51/2006, ΤΝΠ ΔΣΑ. Βλ επ. Ι. Π. Μάρκου, Δίκαιο Επιταγής, 1995, σελ. 201: «Η εκ μέρους του κομιστή παράδοση του τίτλου στον πληρωτή τεκμαίρει την εξόφληση του. Βλ ΑΚ424» και Αλ., Kιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων,1997, σελ.279, υποσημ. 7 : «Και μόνη η κατοχή του τίτλου, πάντως, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο εξόφλησής του από τον κάτοχο»,

[9] βλ.υπέρ της άποψης αυτής οι EφΛαρ. 191/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 7803/1982 Αρμ. 1983/109, ΜΠρΘ 2624/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΕιρΝικ 51/2006, ΤΝΠ ΔΣΑ με εμβριθή και αναλυτική επιχειρηματολογία του Π. Σκουρκέα, βλ. επίσης ΕφΑθ 4127/1995, ΑρχΝ 1997/497 και ΤΝΠ Νόμος

[10] ΠΠρΧαλκ. 395/2002, ΤΝΠ Νόμος και ΜΠρΗρ 2436/2008 (αδημ.)

2 σχόλια:

Ιωάννης-Ιάκωβος Παραδείσης είπε...

Τελικά η νεότερη νομολογία ακολουθεί πλήρως το σκεπτικό σας !

Δείτε την με αρ. 94/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας (TNΠ Νόμος) όπου έγινε δεκτό πως η κατοχή του
σώματος του τίτλου αποτελεί νόμιμο τεκμήριο της πληρωμής του τελευταίου κομιστή από τον εξ αναγωγής δικαιούχοκαι δεν απαιτείται από τον κάτοχο του σώματος της επιταγής η επίκληση και προσκόμιση εξοφλητικής
απόδειξης ούτε διαγραφής των προηγούμενων οπισθογραφήσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής.

Georgios Moustakas είπε...

Σας ευχαριστώ πολύ για την ενημέρωση αυτή. Ευελπιστώ δε να δούμε και άλλες ανάλογες αποφάσεις στο μέλλον.